- αναγουλιάζω
- αμετ. чувствовать тошноту
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναγουλιάζω — αναγουλιάζω, αναγούλιασα, αναγουλιασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναγουλιάζω — ιασα, ιασμένος 1. αμτβ., αηδιάζω: Όταν ακούω κάτι τέτοια, αναγουλιάζω. 2. μτβ., κάνω άλλον να αηδιάσει: Με αναγούλιασες μ αυτά που είπες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναγουλιάζω — 1. νιώθω ναυτία, έχω τάση για εμετό, ανακατεύομαι 2. αηδιάζω, σιχαίνομαι, αντιπαθώ 3. κάνω εμετό, ξερνάω 4. παθαίνω ίλιγγο, ζαλίζομαι 5. (για τη θάλασσα) γίνομαι τρικυμιώδης, αναταράσσομαι 6. (για το έδαφος) αναδίδω το νερό που έχω απορροφήσει… … Dictionary of Greek
αναγουλεύομαι — [αναγούλα] 1. έχω τάση για εμετό, αναγουλιάζω 2. παθαίνω ίλιγγο, ζαλίζομαι … Dictionary of Greek
αναγουλιαστικός — ή, ό αυτός που προκαλεί τάση για εμετό, αηδιαστικός, σιχαμερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αναγουλιαστός < αναγουλιάζω] … Dictionary of Greek
αναγούλα — η 1. τάση για εμετό, ναυτία 2. αηδία, απέχθεια, αντιπάθεια 3. πράξη ή λόγος που προκαλεί αηδία 4. (και για πρόσωπα) αυτός που προκαλεί αηδία 5. φιλονικία, τσακωμός, καβγάς 6. ταραχή, συγκίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναγουλιάζω. με υποχωρητικό σχηματισμό … Dictionary of Greek
αναγούλιασμα — το [αναγουλιάζω] η αναγούλα* … Dictionary of Greek